- διεγγύημα
- διεγγύ-ημα, ατος, τό,A pledge, security, PTeb.5.12 (ii B. C.), BGU 112.12 (i A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διεγγύημα — διεγγύημα, το (Α) [διεγγυώ] 1. αυτός που δόθηκε ως εγγύηση 2. ενέχυρο, υποθήκη· … Dictionary of Greek
παραχωρητικός — ή, ό / παραχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραχωρώ] αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση νεοελλ. φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις αρχ. 1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει… … Dictionary of Greek